Ο Χριστός, όταν ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα και πλησίαζε προς το Πάθος, έλεγε στους μαθητές Του ορισμένες παραβολές για να τους προετοιμάσει. Μερικές, μάλιστα, τις έλεγε για να καυτηριάσει και να χτυπήσει του Γραμματείς και τους Φαρισαίους.
Μια από αυτές, τη σημερινή των δέκα παρθένων, την είπε για να παρακινήσει μεν όλους προς την ελεημοσύνη, αλλά και να διδάξει όλους μας να είμαστε έτοιμοι πριν μας προλάβει το τέλος του θανάτου.
Οι δέκα παρθένες περιμένουν νάρθει ο νυμφίος, κατά τη συνήθεια που είχαν τότε. Ο νυμφίος στη περίπτωση εκείνη καθυστέρησε και θα έφθανε τη νύχτα για να παραλάβει τη νύμφη. Οι παρθένες κόρες τον περίμεναν με λαμπάδες αναμμένες λίγο πιο πέρα από το νυφικό σπίτι, να τον υποδεχθούν. Οι λαμπάδες ήταν τότε λυχνάρια, που άναβαν μόνο με λάδι. Αν σωνόταν το λάδι, έσβηναν οι λαμπάδες.
Από τις δέκα παρθένες οι πέντε ήταν συνετές, μυαλωμένες. Μαζί με το λυχνάρι τους, τη λαμπάδα τους, πήραν και λάδι, να τροφοδοτούν τη λαμπάδα. Οι πέντε άλλες ήταν ανόητες, ασύνετες, άμυαλες, επιπόλαιες. Πήραν τη λαμπάδα χωρίς λάδι.
Οι ώρες περνούσαν, ο νυμφίος αργούσε. Και νύσταξαν και έπεσαν να κοιμηθούν. Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε φωνή. Ο αγγελιοφόρος προειδοποιεί: «Ιδού ο νυμφίος έρχεται…». Πετάχτηκαν και οι δέκα. Οι πέντε μυαλωμένες άναψαν τις λαμπάδες τους. Έτοιμες για την υποδοχή. Οι άμυαλες όμως! Πώς ν’ ανάψει το λυχνάρι τους; Λάδι δεν είχαν. Πώς να βρουν τελευταία στιγμή; Να πάρουν από τις άλλες πέντε; Δεν μπορούσαν, γιατί δεν θάφτανε για το δικό τους λυχνάρι το λάδι που θα τους έμενε. Να πάνε ν’ αγοράσουν; Άραγε θα προλάβουν; Μα δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο. Τρέχουν ν’ αγοράσουν.
Ο νυμφίος όμως πλησιάζει. Οι πέντε σοφές τον υποδέχονται με αναμμένη τη λαμπάδα. Μπαίνουν μαζί του στο νυμφώνα. Μαζί στο γαμήλιο πανηγύρι, στη μεγάλη χαρά. Σε λίγο, να και φτάνουν, καταϊδρωμένες, οι πέντε άμυαλες. Προχωρούν να μπουν. Μα βρίσκουν κατάκλειστη την πόρτα. Χτυπάνε. Ξαναχτυπάνε. Μα απόκριση καμιά. Φωνάζουν με αγωνία: «Κύριε, Κύριε άνοιξον ημίν».
Από τις δέκα παρθένες οι πέντε ήταν συνετές, μυαλωμένες. Μαζί με το λυχνάρι τους, τη λαμπάδα τους, πήραν και λάδι, να τροφοδοτούν τη λαμπάδα. Οι πέντε άλλες ήταν ανόητες, ασύνετες, άμυαλες, επιπόλαιες. Πήραν τη λαμπάδα χωρίς λάδι.
Οι ώρες περνούσαν, ο νυμφίος αργούσε. Και νύσταξαν και έπεσαν να κοιμηθούν. Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε φωνή. Ο αγγελιοφόρος προειδοποιεί: «Ιδού ο νυμφίος έρχεται…». Πετάχτηκαν και οι δέκα. Οι πέντε μυαλωμένες άναψαν τις λαμπάδες τους. Έτοιμες για την υποδοχή. Οι άμυαλες όμως! Πώς ν’ ανάψει το λυχνάρι τους; Λάδι δεν είχαν. Πώς να βρουν τελευταία στιγμή; Να πάρουν από τις άλλες πέντε; Δεν μπορούσαν, γιατί δεν θάφτανε για το δικό τους λυχνάρι το λάδι που θα τους έμενε. Να πάνε ν’ αγοράσουν; Άραγε θα προλάβουν; Μα δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο. Τρέχουν ν’ αγοράσουν.
Ο νυμφίος όμως πλησιάζει. Οι πέντε σοφές τον υποδέχονται με αναμμένη τη λαμπάδα. Μπαίνουν μαζί του στο νυμφώνα. Μαζί στο γαμήλιο πανηγύρι, στη μεγάλη χαρά. Σε λίγο, να και φτάνουν, καταϊδρωμένες, οι πέντε άμυαλες. Προχωρούν να μπουν. Μα βρίσκουν κατάκλειστη την πόρτα. Χτυπάνε. Ξαναχτυπάνε. Μα απόκριση καμιά. Φωνάζουν με αγωνία: «Κύριε, Κύριε άνοιξον ημίν».
Κι ακούγεται η απόκριση από μέσα. Απόκριση αυστηρή, απόλυτη, τραγική: «Αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς». Δεν σάς ξέρω… Μια για πάντα έξω από το νυμφώνα.
Μια άλλη παραβολή που ακούγεται το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης είναι η παραβολή των ταλάντων .
Ο Χριστός μας καλεί να καλλιεργήσουμε και να αυξήσουμε τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός.
Tον νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον
και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ˙
λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής,
Φωτοδότα, και σώσον με.