Το τραγούδι << Ο γίγαντας>> είναι από το δίσκο του Γιάννη Μαρκόπουλου
<<ΧΡΟΝΙΚΟ>> , που κυκλοφόρησε στα χρόναι της δικτατορίας .
Ο στιχουργός Κ.Μύρης με το <<ΧΡΟΝΙΚΟ >> κάνει αναφορά σε συγκεκριμένες περιόδους της ελληνικής ιστορίας .
Μέσα από τους στίχους του που αναφέρονται στον μύθο του Προμηθέα , με μια δεύτερη ανάγνωση , ξεπηδούν μηνύματα που λειτούργησαν συνθηματικά και ανατρεπτικά στο ακροατήριο εκείνης της δύσκολης εποχής .
<<ΧΡΟΝΙΚΟ>> , που κυκλοφόρησε στα χρόναι της δικτατορίας .
Ο στιχουργός Κ.Μύρης με το <<ΧΡΟΝΙΚΟ >> κάνει αναφορά σε συγκεκριμένες περιόδους της ελληνικής ιστορίας .
Μέσα από τους στίχους του που αναφέρονται στον μύθο του Προμηθέα , με μια δεύτερη ανάγνωση , ξεπηδούν μηνύματα που λειτούργησαν συνθηματικά και ανατρεπτικά στο ακροατήριο εκείνης της δύσκολης εποχής .
Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.
Μα μιαν αυγή, μια Κυριακή
μια `πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.
Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του `λεγαν: Στοχάσου
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.
Μα μιαν αυγή, μια Κυριακή
μια `πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.
Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του `λεγαν: Στοχάσου