TΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΑΣ
Ζούσαν ωραία στη Σμύρνη μια φορά
το Κατινάκι , η Μαρίτσα και όλη η φαμελιά .
Βόλτες στην προκυμαία κάνανε ντυμένες ναυτικά
με τη νενέ , με τον μπαμπά και με τον Τούρκο αμαξά .
Κι ήρθε μια μέρα η διαταγή να πάνε στο στρατό
οι Έλληνες της Σμύρνης ως σαράντα χρονώ.
Στα τάγματα εργασίας δεν είχε εκεί σωσμό
και ο πατέρας αρνήθηκε των Τούρκων τον παραλογισμό
Το Μάη του 19 εφτάσανε καράβια ελληνικά
και των ανθρώπων η καρδιά πλημμύρισε χαρά.
Αποφασίσαν οι δυνατοί , υπέγραψαν οι Οθωμανοί
η Σμύρνη η ξακουστή να γίνει πάλι Ελληνική
Δεν πέρασε όμως καιρός και νέα ήρθαν θλιβερά
γιατί θελήσαν οι Έλληνες να φτάσουνε στην Κοκκινη Μηλιά .
Αγρίεψαν οι Νεότουρκοι , σφάζουν γυναίκες και παιδιά
τους Χριστιανούς γυρεύουνε να διώξουν μακριά .
Στην Σμύρνη την όμορφη βάλανε φωτιά
πάει το σπίτι των κοριτσιών , δεν υπάρχει πια .
Σκοτώθηκαν οι συγγενείς ,ξαδέρφια και η γιαγιά .
Τρέχει ο μπαμπάς , η μαμά μαζί με τα παιδιά
για να σωθούν στα καράβια τα συμμαχικά .
Ένα καράβι τους έφερε στης Λέσβου το νησί
αχ πόσο πονούσανε βαθιά μες στη ψυχή .
Τ΄αφήσαν όλα πίσω τους , όλη τους τη ζωή
άραγε θα ξαναγύριζαν κάποτε σ΄αυτή .
Τους πήγανε στον Πειραιά , μείνανε μια βραδιά
και το πρωί ξεκίνησαν με τρένο για το βορρά.
Στο Βόλο είχαν συγγενείς , θα ζούσανε εκεί
σε ξένο τόπο θ΄αρχιζαν μια νέα τους ζωή
Όλα τους ήρθαν δύσκολα , πρόσφυγες χωρίς δουλειά
τις δίδυμες κοροιδευαν τα άλλα τα παιδιά .
Όλα αλλάξαν μέσα τους , σκλήρυνε η μαμά
καθόλου δεν τα πήγαινε καλά με τον μπαμπά .
Για την κ.Ελένη Δικαίου με αγάπη
οι μαθητές της Ε΄τάξης του Δημ. Σχ. Ν .Μαρμαρά
Στήσαν παράγκες ξύλινες , δικά τους μαγαζιά
μα κάποιοι τους εζήλεψαν , τους έβαλαν φωτιά .
Και τότε αποφάσισαν να παν στην ερημιά
σπίτι να βρουν να μείνουνε στα προσφυγικά .
Σε μια κάμαρα βολεύτηκαν χωρίς πολλά πολλά
πόσο άσχημα περνούσανε τα άτυχα παιδιά .
Μια κρυα μέρα βροχερή χάσανε τον μπαμπά
κλάψανε πόνεσαν πολύ τα δυο ορφανά .
Μα όρκο δώσανε μαζί μέσα απ΄την καρδιά
μια πόλη να φτιάξουνε σαν την Σμύρνη την παλιά .
οι μαθητές της Ε΄τάξης του Δημ. Σχ. Ν .Μαρμαρά